ΠΡΟΙΟΝΤΑ

Αγουρέλαιο

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΛΑΔΙ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ (έξτρα έξτρα αγνό παρθένο ελαιόλαδο)

Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο του πρώτου άγουρου καρπού της ελιάς, έχει πλούσια, φρουτώδη, πικάντικη οσμή αλλά και χαρακτηριστική πικρή γεύση. Όλα του τα χαρίσματα «ξεχειλίζουν» νεότητα, ορμή και έντονη προσωπικότητα. Συνήθως διατίθεται σε περιορισμένη ποσότητα και συλλέγεται από τις καλύτερες ελιές. Ελιές άγουρες, μαζεμένες με το χέρι και όχι από ραβδισμό ή πτώση. Λόγω της σπάνιας «ιδιοσυγκρασίας» του, το αγουρέλαιο έχει και περιορισμένη διάρκεια ζωής. Εννέα μήνες έχει ο καταναλωτής στην διάθεσή του για να απολαύσει αυτή την άγουρη πλευρά της ζωής! Το Αγουρέλαιο, πλούσιο σε αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ουσίες, από τη φύση του συνδυάζει την ανώτερη γεύση με την υψηλή βιολογική αξία. Μπορεί εάν δεν χρησιμοποιηθεί άμεσα από την αγορά του και μετά, να καταψυχθεί και να χρησιμοποιηθεί κάποιους μήνες αργότερα, διατηρώντας έτσι όλα τα πολύτιμα συστατικά του. Επίσης η οξύτητά του είναι πολύ μικρή λόγω του ότι ο καρπός είναι άγουρος (συνήθως ένα έως τρία χαράκια). Η τιμή του είναι λογικό να είναι κάπως τσουχτερή, λόγω της μεγάλης ποσότητας άγουρου καρπού που χρειάζεται (συνήθως πάνω από δέκα κιλά ελιές πράσινες), για παραγωγή ενός κιλού ελαιολάδου. Τρώγεται ωμό με τη σαλάτα ή και σκέτο στο ξεκίνημα της ημέρας. Μετά από 9 μήνες συνήθως μετατρέπεται σε αγνό παρθένο ελαιόλαδο, εφόσον χάσει κάποιες από τις επιπλέον ιδιότητές του.

Το Αγουρέλαιο είναι λάδι που παράγεται σχετικά πρώιμα, πριν ωριμάσει ο ελαιόκαρπος, ο οποίος είναι άγουρος και πράσινος. Οι ελιές συλλέγονται στα μέσα Οκτώβρη χειρονακτικά και η επεξεργασία τους γίνεται την ίδια ή το πολύ την επομένη ημέρα. Αγουρέλαιο δεν ονομάζονται όλα τα φρέσκα ελαιόλαδα, παρά μόνο αυτό που παράγεται από άγουρο ελαιόκαρπο.
Έχει λαμπερό πράσινο χρώμα που οφείλεται στις χλωροφύλλες του άγουρου ελαιοκάρπου οι οποίες προσδίδουν στο αγουρέλαιο μεγαλύτερες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Διαφέρει στην γεύση από το Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο καθώς είναι έντονα πικρό και κάπως πικάντικο με έντονα φρουτώδη γεύση από αρώματα της φρεσκοκομμένης άγουρης ελιάς.
Το αγουρέλαιο δεν είναι διαθέσιμο όλο τον χρόνο. Τα εντονότερα του χαρακτηριστικά είναι φανερά από την παραγωγή του, τον Οκτώβριο και μέχρι το Μάρτιο. Όσο περνάει ο χρόνος το αγουρέλαιο χάνει την έντονη γεύση του αλλά όχι τα θρεπτικά του συστατικά. Το αγνό αγουρέλιο που δεν έχει περάσει καμία επεξεργασία ή φιλτράρισμα, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα εμφανίσει ένα ίζημα (μούρια) στον πάτο του δοχείου, το οποίο είναι φυσικό κατάλοιπο του ελαιολάδου και δηλώνει την αγνότητα του αγουρέλαιου.

Ενα από τα βασικά πράγματα που μαθαίνεις όταν ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα «ελαιόλαδο» είναι πως το αγουρέλαιο δεν έπρεπε να θεωρείται μια πολυτέλεια, μια ξεχωριστή κατηγορία λαδιού, αλλά κάτι το αυτονόητο. Διότι για καλής ποιότητας λάδι πρέπει η ελιά να μαζεύεται όταν ακόμη είναι σκληρή, πράσινη. Και σε όλες τις εκθέσεις και διεθνείς γευσιγνωσίες τέτοια ελαιόλαδα βραβεύονται κυρίως. Είναι το ελαιόλαδο που έχει πικράδα, δυνατό άρωμα και σε κάνει να βήχεις όταν έχει περάσει από το στόμα στον λαιμό. Και εξετάζουν τρία χαρακτηριστικά που κωδικοποιούνται σε τρεις λέξεις ακριβώς: ΠΙΚΡΟ - ΦΡΟΥΤΩΔΕΣ - ΠΙΚΑΝΤΙΚΟ με βαθμολογία από το 1 ως το 10 για το καθένα (σε κάποιες γευσιγνωσίες μάλιστα χρησιμοποιούν μπλε ποτήρια για να μην επηρεάζονται από το χρώμα). Και πρέπει το λάδι που τρώμε να είναι αγουρέλαιο διότι τότε οι τόσο ωφέλιμες πολυφαινόλες υπάρχουν στη μέγιστη ποσότητα. Οταν δηλαδή είναι οι ελιές άγουρες. Και αυτές οι ουσίες μάλιστα βρίσκονται ακριβώς κάτω από τη φλούδα τους. Υψηλή περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες σε ένα λάδι σημαίνει επίσης και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στο οξειδωτικό στρες από τον αέρα, το φως και τη θερμοκρασία. Στοιχείο σημαντικό για τη διατηρησιμότητα ενός ελαιολάδου