Ιστορία μελιού και μέλισσας
Το μέλι υπάρχει ως τροφή, απ’ όσο υπάρχει και ο άνθρωπος και υπήρξε το πρώτο γλυκαντικό στη διατροφή. Μία φυσική, υγιεινή τροφή απαραίτητη στον οργανισμό, δώρο της φύσης. Άλλωστε επειδή ο άνθρωπος θέλει γλυκές ουσίες, γρήγορα στράφηκε αρχικά στη συλλογή μελιού και αργότερα προσπάθησε να εξημερώσει τη μέλισσα, δημιουργώντας την τέχνη της μελισσοκομίας και εκτρέφοντας μελίσσια σε κουφάλες δένδρων, κοφίνια πλεκτά, αργότερα πήλινες και τέλος ξύλινες κυψέλες με κινητά πλαίσια.
Επίσης, επειδή από διάφορους αρχαίους ιατρούς της εποχής σε όλο τον κόσμο (Αίγυπτο, Ασσυρία, Ελλάδα) ανακαλύφθηκαν – διαπιστώθηκαν οι βιολογικές και φαρμακευτικές ιδιότητές του, το μέλι έγινε βασική γλυκαντική τροφή, σε πολλά μέρη του κόσμου και συμπεριλήφθηκε ως βασική τροφή στο διαιτολόγιο τους, όπως π.χ. στη Μεσογειακή Δίαιτα.
Και βεβαίως, το μέλι πολύτιμο για τους ανθρώπους, θεοποιήθηκε και έγινε τροφή των Θεών.
Η σπουδαιότητα του μελιού κράτησε μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε εισήχθη για πρώτη φορά η ζάχαρη στην Ευρώπη, η οποία επικράτησε από τα τέλη του 18ου αιώνα ως νέο προϊόν με μεγάλες δυνατότητες παραγωγής και φθηνό κόστος.
Σημαντικότατη, αν και δύσκολα μετρήσιμη, είναι η προσφορά της μέλισσας στο οικοσύστημα και στην οικονομία μέσα από την επικονίαση. Η μέλισσα, μεταφέροντας τη γύρη, είναι σε μεγάλο ποσοστό υπεύθυνη για τη γονιμοποίηση και την αναπαραγωγή της χλωρίδας, είτε αναφερόμαστε στις δασικές και γενικότερα στις μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις είτε στη γεωργική παραγωγή. Από μελέτες στις ΗΠΑ έγινε γνωστό ότι το οικονομικό όφελος από την προσφορά της μέλισσας στην επικονίαση των φυτών ήταν κατά 60 φορές (1989) και 143 φορές (1981) μεγαλύτερο από τη συνολική άξια των προϊόντων της μέλισσας.
Δεν είναι σπάνιο, ειδικά στο εξωτερικό, να διατηρούνται μελισσοσμήνη σε αγροτικές περιοχές με αποκλειστικό στόχο την επικονίαση των καλλιεργειών. Δεδομένου ότι οι μέλισσες αποτελούν περίπου το 80% των επικονιαστικών εντόμων, καταλαβαίνουμε πόσο ουσιαστικός είναι ο ρόλος τους τόσο για την οικονομία όσο και για τη βιοποικιλότητα και την ισορροπία του οικοσυστήματος.
Η ιστορία του μελιού στην Ελλάδα
Οι μελετητές αναφέρουν ότι το μέλι και η τέχνη της μελισσοκομίας ήλθαν στην Ελλάδα από την Αρχαία Αίγυπτο.
Στη Φαιστό, γνωστή πόλη του μινωικού πολιτισμού, εντοπίστηκαν κεραμικές κυψέλες που χρονολογούνται από το 3400 π.Χ. Την ίδια εποχή χρονολογείται και το εξαίσιο γνωστό χρυσό κόσμημα της Κνωσού, όπου δύο μέλισσες κρατούν μια κηρήθρα.
Το μέλι, ποτό και τροφή των θεών – νέκταρ και αμβροσία -, κατείχε σημαντική θέση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων όχι μόνο ως τρόφιμο, αλλά και ως θεραπευτικό μέσο.
Η Μέλισσα θεοποιείται. Είναι η νύμφη, στην οποία η Ρέα παρέδωσε νήπιο τον «Κρητογεννή» Δία, τον οποίο ανέθρεψε με γάλα και μέλι στο Δικταίο άντρο της Κρήτης, ενώ επίσης Μέλισσα λεγόταν και η νύμφη που ανακάλυψε την τέχνη της μελισσοκομίας και την παρασκευή του υδρόμελου, ενώ αργότερα την δίδαξε στον μελισσοκόμο Αρισταίο, ημίθεο, ο οποίος ανέλαβε να μεταφέρει στους ανθρώπους αυτή τη γνώση. Η Μέλισσα είναι η τροφός του πατέρα των Θεών Δία, που αποκαλείται ακόμα Μελισσεύς και Μελισσαίος και το υδρόμελο (=νέκταρ) αποτελούσε τη τροφή των Ολύμπιων Θεών.
Στην Οδύσσεια αναφέρεται το «Μελίκρατον» κράμα μέλιτος και γάλακτος το οποίον έπιναν ως εκλεκτό ποτό. Εκτός από τον Όμηρο υπάρχει μια πλούσια αναφορά σε θεατρικά και ποιητικά έργα στον Ησίοδο, Πίνδαρο, Καλλίμαχο, Απολλόδωρο, Ευριπίδη, Αρχέλαο, Αθήναιο, Ηρόδοτο και πάει λέγοντας, και από το Βυζάντιο με μοναχούς και περιηγητές και λογοτέχνες μέχρι τις μέρες μας.
Στην καθημερινή ζωή της αρχαιότητας το μέλι χρησιμοποιείται:
- Μηλόμελο. Μήλα διατηρημένα σε μέλι καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το μέλι αποκτούσε τη χαρακτηριστική οσμή των μήλων. Την ίδια συνταγή παραλλάσανε και με άλλα φρούτα.
- Μελίκρατο. Μέλι με γάλα. Τροφή των παιδιών.
- Οξύμελο. Μέλι με ξύδι. Για την αντιμετώπιση του πυρετού.
- Υδρόμελο. Ηδύποτο που προκύπτει από αλκοολική ζύμωση του μελιού.
- Οινόμελο. Μέλι με κρασί. Αναφέρεται ότι ο Δημόκριτος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα γιατί κατανάλωνε οινόμελο με άρτο.
O Ιπποκράτης εξάρει την ευεργετική επίδραση του «οινόμελου» σε υγιείς και ασθενείς, ο Πυθαγόρας διαπιστώνει ότι το μέλι εξαφανίζει την κόπωση, ενώ ο Δημόκριτος γράφει για την ευεξία και μακροζωία εξ αιτίας του μελιού.
Στη Σπάρτη παιδαγωγοί και εκπαιδευόμενοι ως στρατιώτες έφηβοι διαβιούσαν στον Ταΰγετο για ένα μήνα τρεφόμενοι αποκλειστικά με μέλι (μήνας του μέλιτος). Η Μελισσοκομία γίνεται συστηματικά και οργανωμένα με μορφή επιχείρησης. Από τον μεγάλο νομοθέτη των Αθηναίων Σόλωνα (640-558 π.Χ.) σώζονται νόμοι και ρυθμίσεις που καθορίζουν τις αποστάσεις μεταξύ των μελισσοκομείων, για να μην υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την κυριότητα των σμηνών.
Ο Αριστοτέλης κατασκευάζει γυάλινη κυψέλη για να διαπιστώσει πώς εργάζονται οι μέλισσες και τα συγγράμματα του “Των περί τα ζώα ιστοριών” και “περί ζώων γενέσεως” και η κοινωνία των μελισσών αναδεικνύεται σε πρότυπο μελέτης και υπόδειγμα λειτουργίας, δομής και ιεραρχίας μιας ιδεατής πολιτείας.
Στον ελλαδικό χώρο συστηματική μελισσοκομία εξασκείται ήδη από τον 15ο μ.Χ. αιώνα. Μελισσοκομεία οργανωμένα υπάρχουν στην Αττική, στη Θεσσαλία, στην Εύβοια, στην Αχαΐα, στην Αρκαδία και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (Σκύρος, Κάλυμνος κ.α.). Μάλιστα ήδη από τότε έχουν διαμορφωθεί καταναλωτικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα, το μέλι της Αττικής, το μέλι του Υμηττού, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, που οφείλεται στο λεπτό αλλά «ζωντανό» άρωμα του θυμαριού. Ξένοι ταξιδιώτες που επισκέπτονται την Αθήνα την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας αποδίδουν την μακροβιότητα των Αθηναίων στη διατροφή «και κυρίως στο μέλι που τρώνε μετά μανίας».
Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η Αθήνα κάλυπτε τις εισαγωγές της σε δημητριακά με εξαγωγές μελιού που κατευθυνόταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και λιγότερο στο Λονδίνο και τη Μασσαλία.
(Οι ένθετες φωτογραφίες είναι από το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών (Ι.Γ.Ε.).