Δείκτες ποιότητας
To κύριο πλεονέκτημα του ελληνικού λαδιού είναι η χαμηλή οξύτητα του. Το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στην κατηγορία του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου το οποίο χαρακτηρίζεται από οξύτητα 0,8%. Η οξύτητα είναι το μέγεθος το οποίο προσδιορίζει την περιεκτικότητα οξέων σε μια κατηγορία ελαιόλαδου.
Ο αριθμός υπεροξειδίων: Δείχνει τον βαθμό οξείδωσης του ελαιολάδου. Το συγκεκριμένο μέγεθος χρησιμοποιείται ως μέσο μέτρησης της ηλικίας ενός λαδιού, αλλά αποκαλύπτει και αν αυτό έχει αποθηκευτεί σωστά ή όχι.
Η απορρόφηση στο υπεριώδες: Αποτελείται από δύο σταθερές (K232 και K270) και έναν δείκτη ΔΚ. Πρακτικά η σταθερά Κ232 δείχνει πόσο χρόνος έχει μεσολαβήσει μεταξύ της συλλογής των λαδιών και της παραγωγής του λαδιού (όσο μικρότερος τόσο ποιοτικότερο το λάδι), η Κ270 χρησιμοποιείται για να δείχνει πόσο φρέσκο είναι το λάδι, και ο δείκτης ΔΚ δείχνει αν το λάδι έχει υποστεί ανάμιξη με άλλα ελαιόλαδα.
Οσμή & γεύση (Οργανοληπτική αξιολόγηση): Εδώ χρησιμοποιούνται οι ανθρώπινες αισθήσεις της οσμής και γεύσης προκειμένου να αποδοθούν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ενός λαδιού. Υπάρχουν τόσο οι θετικές ιδιότητες όπως το φρουτώδες, το πικρό, το πικάντικο και το γλυκό αλλά και οι αρνητικές όπως μεταξύ άλλων το κρασώδες, το μεταλλικό, το καμμένο, το μουχλιασμένο.
Ένα είναι βέβαιο. Η Ελλάδα κατά κανόνα παράγει εξαιρετικό ελαιόλαδο.